νεόφυτος


νεόφυτος
Προφορά

Ετυμολογία
νεόφυτος αρχαία ελληνική νεόφυτος

Ερμηνεία
νεόφυτος

✦ κ. νεοφύτευτος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο πρόσφατα φυτεμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.