νεότερος


νεότερος
Προφορά

Ετυμολογία
νεότερος συγκριτ. βαθμός του νέος

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεότερος -η, -ο

✦ ο πιο νέος στην ηλικία ή ο πιο πρόσφατος
✦ νέος, παλικάρι
✦ ουδ. τα νεότερα ως ουσ., οι πρόσφατες πολιτικές, κοινωνικές κτλ. ειδήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
παλαιότερος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.