νεόπτωχος


νεόπτωχος
Προφορά

Ετυμολογία
νεόπτωχος νέος + πτωχός

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεόπτωχος -η, -ο

✦ αυτός που ανήκει στην τάξη της σημερινής βιομηχανικής κοινωνίας, που ζει σ’ ένα επίπεδο κάτω από τα όρια της φτώχειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.