νεφελώδης


νεφελώδης
Προφορά

Ετυμολογία
νεφελώδης αρχαία ελληνική νεφελώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεφελώδης -ης, -ες

✦ συννεφοσκέπαστος: ουρανός – καιρός νεφελώδης
(μτφ. ) σκοτεινός, ασαφής: η ερμηνεία του φαινομένου παραμένει νεφελώδης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.