νεφελοκοκκυγία
Προφορά
Ετυμολογία
νεφελοκοκκυγία αρχαία ελληνική νεφελοκοκκυγία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νεφελοκοκκυγία
✦ στον Αριστοφάνη, στην κωμωδία «Όρνιθες», όν. φανταστικής πόλης των πουλιών μέσα στα σύννεφα
✦ (μτφ. ) φαντασιοπληξία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–