νεφεληγερέτης
Προφορά
Ετυμολογία
νεφεληγερέτης αρχαία ελληνική νεφεληγερέτα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νεφεληγερέτης
✦ ως επίθ. του Δία, που συναθροίζει τα σύννεφα: καταργώ θνητούς και αθανάτους ως νεφεληγερέτης Ζευς (Μάριος Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–