νεφέλιον
Προφορά
Ετυμολογία
νεφέλιον αρχαία ελληνική νεφέλιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού νεφέλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το νεφέλιον
✦ συννεφάκι
✦ ελαφρά θολερότητα του κερατοειδούς χιτώνα του ματιού
✦ αιωρούμενο ίζημα των ούρων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–