νευρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
νευρώνω αρχαία ελληνική νευρόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νευρώνω
✦ δίνω νεύρο σε κάποιον, ενισχύω, δυναμώνω κάποιον
✦ (αμτβ.) νευριάζω |(ιατρ.) για όργανο ή περιοχή του σώματος στο οποίο διακλαδίζονται, εξαπλώνονται, καταλήγουν ή έχουν την αφετηρία τους νεύρα: το βραχιόνιο πλέγμα νευρώνει τους ώμους – Οι νεφροί νευρώνονται από ένα σύμπλεγμα κλάδων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–