νευρόσπαστο


νευρόσπαστο
Προφορά

Ετυμολογία
νευρόσπαστο αρχαία ελληνική νευρόσπαστον, └ουδ┘ του επιθέτου νευρόσπαστος (=αυτός που κινείται με χορδές, με κλωστές)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νευρόσπαστο

✦ είδος θεατρικής κούκλας που κινείται με νήματα, μαριονέτα
(μτφ. ) άνθρωπος χωρίς θέληση που ενεργεί υπό την επιβολή άλλου, ανδρείκελο
(μτφ. ) άνθρωπος με σπασμένα νεύρα, νευρασθενικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.