νευροτροπισμός
Προφορά
Ετυμολογία
νευροτροπισμός └αγγλ┘neurotropism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νευροτροπισμός
✦ η τάση ορισμένων ιών, μικροβίων ή χημικών παραγόντων να προσβάλουν επιλεκτικά το νευρικό σύστημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–