νευροληπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
νευροληπτικός νεύρον + λαμβάνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νευροληπτικός -ή, -ό
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. ουδ. νευροληπτικά ως ουσ., ουσίες, φάρμακα που χρησιμοποιούνται για καταπράυνση του νευρικού συστήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–