νεροκουβαλητής
Προφορά
Ετυμολογία
νεροκουβαλητής νερό + κουβαλητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νεροκουβαλητής
✦ θηλ. νεροκουβαλήτρα ο μεταφορέας και πουλητής νερού, ο νερουλάς
✦ (μτφ. ) πρόσωπο που οι κόποι του, οι προσπάθειές του ωφελούν άλλους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–