νεράιδα
Προφορά
Ετυμολογία
νεράιδα αρχαία ελληνική Νηρηίς, με παρετυμολ. επίδρ. του νερό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νεράιδα
✦ δαιμονικό πλάσμα της λαϊκής φαντασίας με μορφή νέας και ωραίας γυναίκας, ξωτικιά: όποιος με νεράιδα κοιμηθεί τις κοπέλες πια δεν τις ποθεί (Κ. Παλαμάς) – πέρα στο ποτάμι, στα γλυκά νερά, νεράιδα στο ποτάμι νύχτα λούζεται (Ι. Ραφτόπουλος)
✦ γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς: η μάνα μου βουλήθηκε να με παντρέψει, να μου διαλέξει για γυναίκα μια νεράιδα (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–