νεοφώτιστος


νεοφώτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
νεοφώτιστος νέος + φωτίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεοφώτιστος -η, -ο

✦ που μόλις βαφτίστηκε
(μτφ. ) που πρόσφατα ασπάστηκε καινούρια ιδεολογία: νεοφώτιστος σοσιαλιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.