νεοτερίστρια


νεοτερίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
νεοτερίστρια μεταγενέστερη ελληνική νεωτεριστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νεοτερίστρια

✦ θηλ. νεοτερίστρια ο ασπαζόμενος νέες ιδέες ή νέα συστήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.