νεοπλασματικός


νεοπλασματικός
Προφορά

Ετυμολογία
νεοπλασματικός νεόπλασμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεοπλασματικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε νεόπλασμα ή ο προερχόμενος από νεόπλασμα: νεοπλασματικός όγκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.