νεοελληνικός


νεοελληνικός
Προφορά

Ετυμολογία
νεοελληνικός νέος + ελληνικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεοελληνικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τους νεότερους Έλληνες ή τη νεότερη Ελλάδα, ο χαρακτηριστικός των Νεοελλήνων
✦ θηλ. νεοελληνική ως ουσ., η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων
✦ πληθ. ουδ. τα νεοελληνικά ως ουσ., το μάθημα της νεότερης ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας

Συνώνυμα

Αντίθετα
αρχαιοελληνικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.