νεοδιόριστος


νεοδιόριστος
Προφορά

Ετυμολογία
νεοδιόριστος νέος + διορίζομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεοδιόριστος -η, -ο

✦ ο πρόσφατα διορισμένος σε δημόσια θέση, ά. πρωτοδιόριστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.