νεογραμματικός


νεογραμματικός
Προφορά

Ετυμολογία
νεογραμματικός └γερμ┘ Junggrammatiker

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεογραμματικός -ή, -ό

✦ νεογραμματικοί ως ουσ., ομάδα Γερμανών γλωσσολόγων και φιλολόγων στη Λιψία περί το 1875, που υποστήριζαν ότι οι φωνητικοί νόμοι ισχύουν χωρίς εξαίρεση
✦ (ως επίθ.) ο σχετικός με τους νεογραμματικούς και την κίνησή τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.