νεογνό


νεογνό
Προφορά

Ετυμολογία
νεογνό αρχαία ελληνική νεογνόν, └ουδ┘ του επιθέτου νεογνός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νεογνό

✦ το βρέφος μέχρι το τέλος της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του
✦ νεογέννητο ζώο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.