νεογνικός


νεογνικός
Προφορά

Ετυμολογία
νεογνικός νεογνόν

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεογνικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο νεογνό, που αφορά το νεογνό: νεογνική περίοδος – νεογνική θνησιμότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.