νεογιλός


νεογιλός
Προφορά

Ετυμολογία
νεογιλός αρχαία ελληνική νεογιλός (= νεογέννητος)

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεογιλός -ή, -ό

✦ ο πρωτοεμφανιζόμενος, ο γαλαξίας
✦ νεογιλή οδοντοφυΐα, η πρώτη, προσωρινή οδοντοφυΐα των παιδιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.