νεκρόκασα


νεκρόκασα
Προφορά

Ετυμολογία
νεκρόκασα νεκρός + κάσα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νεκρόκασα

✦ η κάσα στην οποία τοποθετούν τον νεκρό, το φέρετρο: άμα πέθαιναν τα μωρά… τα κοίταζε στη νεκρόκασα κι έλεγε (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.