νεκροθάφτης


νεκροθάφτης
Προφορά

Ετυμολογία
νεκροθάφτης μεταγενέστερη ελληνική νεκροθάπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νεκροθάφτης

✦ άτομο που έχει ως επάγγελμα την ταφή των νεκρών: στέλνανε μόνο νεκροθάφτες για ν’ ανοίγουνε τάφους (Διδώ Σωτηρίου)
(μτφ. ) πρόσωπο που οριστικοποιεί την καταστροφή, ολετήρας: οι νεκροθάφτες της μεγάλης ιδέας του έθνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.