ναυταπάτη
Προφορά
Ετυμολογία
ναυταπάτη ναυτικός + απάτη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ναυταπάτη
✦ το αδίκημα κατά το οποίο από το πλήρωμα εμπορικού πλοίου προκαλείται μερική ή ολική απώλεια του σκάφους ή του φορτίου προς ζημία του πλοιοκτήτη ή του φορτωτή ή των ασφαλιστών: είναι υπόθεσις περιπεπλεγμένη· έχει εις το μέσον ναυταπάτας και λαθρεμπόρια (Αλ. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–