ναυλώτρια


ναυλώτρια
Προφορά

Ετυμολογία
ναυλώτρια ναυλώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ναυλώτρια

✦ θηλ. ναυλώτρια πρόσωπο που ναυλώνει πλοίο για μεταφορά επιβατών ή φορτίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.