ναυάγιο


ναυάγιο
Προφορά

Ετυμολογία
ναυάγιο αρχαία ελληνική ναυάγιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ναυάγιο

✦ πλοίο που έχει βυθιστεί ή προσαράξει σε αβαθή ή σε σημείο της ακτής και δεν μπορεί να πλεύσει
✦ λείψανο βυθισμένου ή σύντριμμα τσακισμένου πλοίου
(μτφ. ) καταστροφή, πλήρης αποτυχία
(μτφ. ) άνθρωπος ξεπεσμένος οικονομικά ή ηθικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.