ναρκωτικά


ναρκωτικά
Προφορά

Ετυμολογία
ναρκωτικά πληθ. └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ναρκωτικός

Ερμηνεία
ναρκωτικά

✦ ουσ. τοξικές ουσίες (όπιο, ηρωίνη κτλ.) που προκαλούν εθισμό και εξάρτηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.