ναργιλές


ναργιλές
Προφορά

Ετυμολογία
ναργιλές └τουρκ┘nargele

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ναργιλές

✦ είδος καπνοσύριγγας που χρησιμοποιείται στις ισλαμικές χώρες: τα κοπέλια φέρνανε καλοσυγυρισμένους τους ναργιλέδες (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.