νίφτω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply νίφτωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/νίφτω.mp3Ετυμολογίανίφτω μεσαιωνική ελληνική νίβω Ερμηνεία νίφτω ✦ κ. νίφτω ρ. (ένιψα, νίφτηκα· Κ νίπτω) πλένω με νερό το πρόσωπο ή τα χέρια ✦ (μτφ. ) καθαρίζω, εξαγνίζω Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–