νήμα


νήμα
Προφορά

Ετυμολογία
νήμα αρχαία ελληνική νῆμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νήμα

✦ λεπτό κλώσμα από υφαντικές ίνες, κλωστή
✦ νήμα της στάθμης, κλωστή που φέρει στην άκρη μικρό μεταλλικό βαρίδιο για εύρεση της κατακορύφου των τοίχων ή άλλων κάθετων επιφανειών
(μτφ. ) ειρμός, αλληλουχία: φρ. το νήμα των ιδεών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.