νέος


νέος
Προφορά

Ετυμολογία
νέος αρχαία ελληνική νέος

Ερμηνεία
νέος

✦ καινούριος
✦ όχι μεγάλης ηλικίας, νεαρός
✦ που έχει αντικαταστήσει άλλον: νέος δήμαρχος – νέος πρόεδρος
✦ πρωτοεμφανιζόμενος, ασυνήθιστος: νέα ήθη – νέες ιδέες
✦ (για χρόνο) που μόλις άρχισε: νέα χρονιά – νέα εβδομάδα
✦ (για πρόσ.) αυτός που οι ενέργειες, απόψεις κτλ. έχουν σχέση ή μοιάζουν με αυτές άλλου προσώπου που έζησε πριν από αυτόν: νέος Χίτλερ
✦ πληθ. αρσεν. οι νέοι ως ουσ., η νεολαία, το σύνολο των νεαρών ατόμων μιας κοινωνίας: οι νέοι του χωριού – οι νέοι σήμερα αδιαφορούν για την πολιτική
✦ το αρσ. νέος κ. νιος και το θηλ. νέα κ. νια ως ουσ., άνθρωπος νεαρής ηλικίας

Συνώνυμα
καινοφανής
Αντίθετα
παλιός, παλαιός, αρχαίος ,γέρος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.