νάμα
Προφορά
Ετυμολογία
νάμα αρχαία ελληνική νᾶμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το νάμα
✦ πηγαίο νερό: και το δράκοντα δαμάζει και το νάμα παίρνει της ζωής (Κ. Παλαμάς)
✦ το κρασί της Θείας Ευχαριστίας
✦ (μτφ. ) ζωογόνος δύναμη (εύχρ. ιδ. στον πληθ.): τα νάματα της παιδείας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–