μύωπας


μύωπας
Προφορά

Ετυμολογία
μύωπας αρχαία ελληνική μύωψ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μύωπας

✦ που πάσχει από μυωπία
(μτφ. ) ο ανίκανος να καταλάβει τις απώτερες αιτίες ή τα απώτερα αποτελέσματα των γεγονότων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.