μύτη
Προφορά
Ετυμολογία
μύτη μεσαιωνική ελληνική μύτη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μύτη
✦ το όργανο της όσφρησης
✦ (για ζώα) ρύγχος
✦ (για πουλιά) ράμφος
✦ η όσφρηση: φρ. έχει γερή μύτη
✦ (μτφ. ) αιχμηρή κατάληξη, οξύ άκρο οποιουδήποτε πράγματος
✦ φρ. τον τραβάει από τη μύτη, του έχει επιβληθεί – χώνει παντού τη μύτη του, ανακατώνεται σε ξένες υποθέσεις – μου βγήκε από τη μύτη, μικρή χαρά την πλήρωσα με πολλαπλάσια ζημία – σκάω μύτη, εμφανίζομαι: ο τύπος έσκασε μύτη στο πάρτι με καινούρια γκόμενα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–