μύουρος


μύουρος
Προφορά

Ετυμολογία
μύουρος αρχαία ελληνική μύουρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μύουρος -η, -ο

✦ αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο, σαν την ουρά του ποντικού
✦ ουδ. μύουρο(ν) ως ουσ., (ναυτ.) οξύ άκρο σχοινιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.