μύλη
Προφορά
Ετυμολογία
μύλη αρχαία ελληνική μύλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μύλη
✦ μυλόπετρα
✦ πέτρινος ή μεταλλικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται για άλεση
✦ χειρόμυλος
✦ ο ακονιστικός τροχός και η ακονόπετρα
✦ (ανατομ.) το στρογγυλό κόκαλο της επιγονατίδας
✦ το τμήμα του δοντιού που δε σκεπάζεται από τα ούλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–