μόχθος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μόχθοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μόχθος.mp3Ετυμολογίαμόχθος αρχαία ελληνική μόχθος Ερμηνεία μόχθος ✦ σωματικός κόπος, ταλαιπωρία: μεγαλόσωμοι άνδρες, ψημένοι απ’ τα λιοπύρια και το μόχτο (Διδώ Σωτηρίου) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–