μόχθος


μόχθος
Προφορά

Ετυμολογία
μόχθος αρχαία ελληνική μόχθος

Ερμηνεία
μόχθος

✦ σωματικός κόπος, ταλαιπωρία: μεγαλόσωμοι άνδρες, ψημένοι απ’ τα λιοπύρια και το μόχτο (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.