μόστρα


μόστρα
Προφορά

Ετυμολογία
μόστρα μεσαιωνική ελληνική μόστρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μόστρα

✦ υαλόφραχτη προθήκη καταστήματος, βιτρίνα
✦ το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος
✦ φρ. για τη μόστρα, για επίδειξη και μόνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.