μόρφωμα
Προφορά
Ετυμολογία
μόρφωμα αρχαία ελληνική μόρφωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μόρφωμα
✦ το διαμορφωμένο, η μορφή, το σχήμα: το σημερινό μόρφωμα της εξουσίας (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ (βιολ.) αντιληπτά με οποιοδήποτε τρόπο χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σ’ ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον
✦ κοινωνικός σχηματισμός που τείνει στη δημιουργία ομάδας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: οι χούλιγκαν αποτελούν κοινωνικό μόρφωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–