μόρσιμος


μόρσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
μόρσιμος αρχαία ελληνική μόρσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μόρσιμος -ος, -ον

✦ ο καθορισμένος από τη μοίρα, μοιραίος
✦ φρ. μόρσιμον ήμαρ, η μέρα της καταστροφής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.