μωαμεθανή


μωαμεθανή
Προφορά

Ετυμολογία
μωαμεθανή Μωάμεθ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μωαμεθανή

✦ θηλ. μωαμεθανή (Κ μωαμεθανίς, -ίδος) οπαδός του μωαμεθανισμού, μουσουλμάνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.