μυστικιστικός


μυστικιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μυστικιστικός μυστικιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυστικιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον μυστικισμό ή τους μυστικιστές: μυστικιστικά στοιχεία αφθονούν στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.