μυστηριακός


μυστηριακός
Προφορά

Ετυμολογία
μυστηριακός μεταγενέστερη ελληνική μυστηριακός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυστηριακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στα μυστήρια
✦ που έχει χαρακτήρα μυστηρίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.