μυσταγωγία
Προφορά
Ετυμολογία
μυσταγωγία μεταγενέστερη ελληνική μυσταγωγία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μυσταγωγία
✦ μύηση, κατήχηση
✦ (εκκλ.) η κατά τη θεία λειτουργία τελούμενη θυσία του σώματος και του αίματος του Σωτήρα
✦ (μτφ. ) ακρόαμα ή θέαμα που προκαλεί έκσταση, πνευματική ανάταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–