μυστήριος


μυστήριος
Προφορά

Ετυμολογία
μυστήριος └ουσ┘ μυστήριο

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυστήριος -ια, -ιο

✦ άνθρωπος μυστηριώδης, ακατανόητος ή ύποπτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.