μυστήριο


μυστήριο
Προφορά

Ετυμολογία
μυστήριο αρχαία ελληνική μυστήριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μυστήριο

✦ μυστική ιεροτελεστία
✦ (εκκλ.) ιερή τελετή με την οποία μεταδίδεται μυστηριακά η θεία χάρη
✦ καθετί το ασύλληπτο, το ακατανόητο για την ανθρώπινη σκέψη: του κόσμου το άλυτο μυστήριο να φωτίσει (Ν. Βρεττάκος)
✦ οτιδήποτε αγνοούν οι πολλοί: φρ. μυστήριο (πράμα), περίεργο, ανεξήγητο – μυστήριο πώς τους ξέφυγε
✦ ευεργεσία, φιλανθρωπία
✦ είδος μεσαιωνικού θεατρικού έργου με θρησκευτική υπόθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.