μυρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μυρώνω αρχαία ελληνική μυρόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μυρώνω
✦ αλείφω ή ραντίζω με μύρο, αρωματίζω
✦ (εκκλ.) αλείφω με άγιο μύρο τον βαφτιζόμενο ή τους πιστούς με αγιασμένο λάδι κατά το ευχέλαιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–