μυρωμένος


μυρωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
μυρωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του μυρώνω

Ερμηνεία
μυρωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ευωδιαστός: σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα (Κ. Βάρναλης)
✦ βαφτισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.