μυρωδικό


μυρωδικό
Προφορά

Ετυμολογία
μυρωδικό └ουδ┘ του επιθέτου μυρωδικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μυρωδικό

✦ αρωματική ουσία, μυρωδιά
✦ αρωματικό άρτυμα, μπαχαρικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.